κατάχρηση

κατάχρηση
Όρος του δημόσιου και του ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος έχει πολλές έννοιες. Στο διοικητικό δίκαιο, η κ. εξουσίας αποτελεί λόγο ακύρωσης των διοικητικών πράξεων. Στο αστικό δίκαιο (άρθρο 281 Α.Κ.) υφίσταται κ. εξουσίας, όταν ένα δικαίωμα ασκείται κατά τρόπο που υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του. Στο ποινικό δίκαιο ο όρος κ. συναντάται σε πολλές περιπτώσεις και ιδιαίτερα: σε κλοπή, όταν αυτή αφορά αντικείμενο που το έχουν εμπιστευτεί σε κάποιο πρόσωπο (άρθρο. 375, παράγραφος 2: κ. ιδιαίτερης εμπιστοσύνης)· επί κ. σε ασέλγεια, σε πρόσωπο του ενός ή του άλλου φύλου, το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση παραφροσύνης ή είναι ανίκανο να αντισταθεί (άρθρο 338 Π.Κ.) ή είναι ανήλικο (άρθρο 342 Π.Κ.)· σε ασέλγεια για κ. εξουσίας από δημόσιους υπάλληλους, παιδαγωγούς κλπ. σε βάρος εξαρτημένων προσώπων (άρθρο 343 Π.Κ.)· σε κ. εκκλησιαστικού αξιώματος (άρθρο 196 Π.Κ.: διέγερση εχθροπάθειας κατά της πολιτειακής εξουσίας από θρησκευτικό λειτουργό ή μεταξύ των πολιτών)· κ. πληρεξουσιότητας του ελληνικού κράτους ή συμμάχου κράτους (κατά τους όρους του άρθρου 151 Π.Κ.)· κ. εξουσίας από μέρους καταδιωκτικών ή ανακριτικών αρχών (άρθρο 239 Π.Κ.)· κατάχρηση ενσήμων (άρθρο 218 Π.Κ.· χαρτόσημου, ταχυδρομικών ενσήμων κλπ.). Κ. ονομάζεται επίσης η υπεξαίρεση (βλ. λ.). Η έννοια της κ. τείνει στην εκμετάλλευση μιας θέσης ισχύος σε βάρος των πιο αδύνατων και ιδίως των εξαρτημένων μελών της κοινωνίας καθώς επίσης εκείνων που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση ή σε κατάσταση ανάγκης. Η έννοια αυτή βοηθά στην κάλυψη πολλών κενών του δικαίου και εκφράζει την τάση προσαρμογής του στις κοινωνικές ανάγκες και στο κοινό αίσθημα της δικαιοσύνης.
* * *
η (AM κατάχρησις) [καταχρώμαι]
1. η υπέρμετρη και άτοπη χρήση ή κατανάλωση ενός πράγματος (α. «η κατάχρηση τών οινοπνευματωδών βλάπτει» β. «ἡ τῶν ἄλλων φαρμάκων κατάχρησις», Γαλ.)
2. μεταφορική ή κατ' επέκταση τής κύριας σημασίας της χρήση μιας λέξης, π.χ. οφθαλμός αμπέλου
νεοελλ.
1. παράνομη εκμετάλλευση ξένης περιουσίας, σφετερισμός από κάποιον ξένων χρημάτων που τού έχουν εμπιστευθεί για φύλαξη ή διαχείριση («καταδικάστηκε για κατάχρηση τού ταμείου τής τράπεζας»)
2. έλλειψη εγκράτειας στον τρόπο που ζει κάποιος, ασωτία, ακολασία («καταστράφηκε από τις καταχρήσεις»)
3. φρ. μτφ. α) «κατάχρηση εξουσίας» — υπέρβαση καθηκόντων
β) «κατάχρηση καλοσύνης» — η εκμετάλλευση τής καλοσύνης κάποιου γ) «κατάχρηση εμπιστοσύνης» — το να εκμεταλλεύεται κάποιος την εμπιστοσύνη τού άλλου και να τόν εξαπατά ή να αποθρασύνεται
αρχ.
υποχρέωση, χρέος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατάχρηση — η 1. υπερβολική χρήση, σπατάλη: Έγινε κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών. 2. ιδιοποίηση, σφετερισμός: Έγινε μεγάλη κατάχρηση στο ταμείο. 3. άσωτη ζωή: Αρρώστησε από τις καταχρήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταχρήσῃ — καταχρήσηι , κατάχρησις excessive use fem dat sg (epic) καταχράω make full use of aor subj mid 2nd sg (attic ionic) καταχράω make full use of aor subj act 3rd sg (attic ionic) καταχράω make full use of fut ind mid 2nd sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλκοολισμός — Δηλητηρίαση από οινοπνευματώδη που παρουσιάζεται με δύο μορφές: οξεία (μέθη) και χρόνια. Στην οξεία μορφή, ανάλογα με την ποσότητα του αλκοόλ που έχει καταναλωθεί και την κατάσταση του ατόμου (βαθμός πλήρωσης του στομάχου, ατομική νευρική… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοκτησία — Όρος που αναφέρεται στην κυριότητα, το απόλυτο δικαίωμα στη χρήση και εκμετάλλευση ενός πράγματος. Η καταγωγή της έννοιας της ι. ανάγεται στην προϊστορική εποχή. Ως πηγή της πιθανολογείται η ενέργεια του ενστίκτου της άμυνας. Οι έρευνες των… …   Dictionary of Greek

  • ακυρωτική δικαιοδοσία — Η εξουσία των δικαστηρίων να ακυρώνουν αποφάσεις άλλων δικαστηρίων ή πράξεις των διοικητικών αρχών, που είναι αντίθετες στο σύνταγμα και τους νόμους. Η εξουσία αυτή ανήκει στα ακυρωτικά δικαστήρια και συγκεκριμένα στον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο …   Dictionary of Greek

  • Μοντεσκιέ, Σαρλ Λουί ντε Σεκοντά, βαρόνος της Λα Μπρεντ και του- — (Charles Louis de Secondat, baron de La Brent et de Montesquieu, Λα Μπρεντ, Μπορντό 1869 – Παρίσι 1755). Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας δοκιμίων από τους επιφανέστερους εκπρόσωπους του Διαφωτισμού. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και έκανε… …   Dictionary of Greek

  • Bildbruch — Die Katachrese bezeichnet eine rhetorische Figur. Als internationaler terminus technicus ist sie der griechischen Sprache entlehnt; die deutsche Katachrese sowie die italienische catacresi sind aus der Dimotiki, die englische catachresis und die… …   Deutsch Wikipedia

  • έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …   Dictionary of Greek

  • έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… …   Dictionary of Greek

  • έρυμα — ἔρυμα, τό (AM) [ερύω (II)] 1. μέσο για προστασία, προφύλαγμα («θώρακας ἐρύματα σωμάτων», Ξεν.) 2. αμυντικό οχύρωμα, πρόχωμα, οχυρό (α. «ἔρυμα λίθοις ὀρθοῡν», Θουκ. β. «οἱ Ἕλληνες ἐρύματα ἔχοντες ἔνθεν μὲν τὸν Τίγρητα ἔνθεν δὲ τήν διώρυγα», Ξεν.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”